μακκοῶ

μακκοῶ
μᾱκκοῶ , μακκοάω
to be stupid
pres imperat mp 2nd sg
μᾱκκοῶ , μακκοάω
to be stupid
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
μᾱκκοῶ , μακκοάω
to be stupid
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
μᾱκκοῶ , μακκοάω
to be stupid
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
μᾱκκοῶ , μακκοάω
to be stupid
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
μᾱκκοῶ , μακκοάω
to be stupid
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακκοώ — μακκοῶ, άω (Α) γίνομαι ανόητος, ανοηταίνω, μωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μακκοώ καθώς και το κύριο όνομα Μακκώ (χαρακτηρισμός ανόητης γυναίκας που δεν ξέρει να μιλήσει) είναι τ. τής καθομιλουμένης (με εκφραστικό διπλό κ ) άγνωστης προέλευσης. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • μάκκος — ο (Α μάκκος) ανόητος, γελοίος, βλάκας αρχ. ο κεντρικός ήρωας, ο γελωτοποιός ενός είδους ρωμαϊκής κωμωδίας με βωμολοχίες, τών λεγόμενων Ατελλανών δραμάτων, ο οποίος υποδυόταν τον κτηνώδη, τον αδηφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. maccus «παράφρων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”